επάγρυπνος

επάγρυπνος
ἐπάγρυπνος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος
2. ακοίμητος, προσεκτικός.
επίρρ...
έπαγρυπνως
άγρυπνα, με επαγρύπνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπάγρυπνος — wakeful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγρύπνως — ἐπάγρυπνος wakeful adverbial ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάγρυπνον — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc sg ἐπάγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγρύπνοισιν — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγρύπνου — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγρύπνους — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγρύπνῳ — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάγρυπνοι — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγρυπνώ — ἐπαγρυπνῶ, έω (Α) [επάγρυπνος] μσν. νεοελλ. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου κάπου («επαγρυπνεί για την ακριβή τήρηση τού νόμου») αρχ. 1. μένω άγρυπνος, διανυκτερεύω για κάτι 2. παραφυλάω, παραμονεύω, επιτηρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”